χόακας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χόακας | οι | χόακες |
γενική | του | χόακα | των | χόακων |
αιτιατική | τον | χόακα | τους | χόακες |
κλητική | χόακα | χόακες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χόακας (νεολογισμός) < (άμεσο δάνειο) αγγλική hoax
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχόακας αρσενικό
- (αργκό) κείμενο (ή εικόνα, βίντεο κ.λπ.) ψεύτικο, πλαστό ή χαλκευμένο), που αποσκοπεί στην εξαπάτηση κάποιου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χόακας
|