Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χωροβάτης οι χωροβάτες
      γενική του χωροβάτη των χωροβατών
    αιτιατική τον χωροβάτη τους χωροβάτες
     κλητική χωροβάτη χωροβάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χωροβάτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χωροβάτης (< βαίνω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χωροβάτης αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία