χωροβάτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χωροβάτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χωροβάτης (< βαίνω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
χωροβάτης αρσενικό
- (τεχνολογία) όργανο που χρησιμοποιείται στην τοπογραφία για τη μέτρηση υψομετρικών διαφορών
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χωροβάτης
Πηγές επεξεργασία
- χωροβάτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χωροβάτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)