χωρίζων
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | χωρίζων | ἡ | χωρίζουσᾰ | τὸ | χωρίζον |
γενική | τοῦ | χωρίζοντος | τῆς | χωριζούσης | τοῦ | χωρίζοντος |
δοτική | τῷ | χωρίζοντῐ | τῇ | χωριζούσῃ | τῷ | χωρίζοντῐ |
αιτιατική | τὸν | χωρίζοντᾰ | τὴν | χωρίζουσᾰν | τὸ | χωρίζον |
κλητική ὦ! | χωρίζων | χωρίζουσᾰ | χωρίζον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | χωρίζοντες | αἱ | χωρίζουσαι | τὰ | χωρίζοντᾰ |
γενική | τῶν | χωριζόντων | τῶν | χωριζουσῶν | τῶν | χωριζόντων |
δοτική | τοῖς | χωρίζουσῐ(ν) | ταῖς | χωριζούσαις | τοῖς | χωρίζουσῐ(ν) |
αιτιατική | τοὺς | χωρίζοντᾰς | τὰς | χωριζούσᾱς | τὰ | χωρίζοντᾰ |
κλητική ὦ! | χωρίζοντες | χωρίζουσαι | χωρίζοντᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χωρίζοντε | τὼ | χωριζούσᾱ | τὼ | χωρίζοντε |
γεν-δοτ | τοῖν | χωριζόντοιν | τοῖν | χωριζούσαιν | τοῖν | χωριζόντοιν |
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή επεξεργασία
χωρίζων, -ουσα, -ον
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος χωρίζω
Παράγωγα επεξεργασία
- Χωρίζοντες / χωρίζοντες (ελληνιστική κοινή , αρσενικό πληθυντικός, φιλολογία)