χωρίζοντες
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαχωρίζοντες
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού, αρσενικού γένους του χωρίζων
- το ελληνιστικό ουσιαστικοποιημένο για τους φιλολόγους → δείτε και με κεφαλαίο: Χωρίζοντες
Δείτε επίσης : Χωρίζοντες |
χωρίζοντες