χρωμοσφαιρίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χρωμοσφαιρίνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρωμοσφαιρίνη θηλυκό (πληθυντικός : χρωμοσφαιρίνες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
χρωμοσφαιρίνη
|
χρωμοσφαιρίνη θηλυκό (πληθυντικός : χρωμοσφαιρίνες)
|