↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χρωματοπώλης οι χρωματοπώλες
      γενική του χρωματοπώλη των χρωματοπωλών
    αιτιατική τον χρωματοπώλη τους χρωματοπώλες
     κλητική χρωματοπώλη χρωματοπώλες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρωματοπώλης < ελληνιστική κοινή χρωματοπώλης[1] [2] < αρχαία ελληνική χρῶμα + πωλέω
(μαρτυρείται από το 1871)[3]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χρωματοπώλης αρσενικό (θηλυκό χρωματοπώλισσα)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. χρωματοπώλης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. χρωματοπώληςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. σελ. 1125, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου