χρωματοπώλης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χρωματοπώλης (μαρτυρείται από το 1871)[1]< χρώματ(ος) + -ο- + -πώλης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρωματοπώλης αρσενικό (θηλυκό χρωματοπώλισσα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 1125, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου