χρωματοπώλισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρωματοπώλισσα < χρωματοπώλης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρωματοπώλισσα θηλυκό
- θηλυκό του χρωματοπώλης
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρωματοπώλισσα
|
χρωματοπώλισσα θηλυκό
|