↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρυσόπλεκτος η χρυσόπλεκτη το χρυσόπλεκτο
      γενική του χρυσόπλεκτου της χρυσόπλεκτης του χρυσόπλεκτου
    αιτιατική τον χρυσόπλεκτο τη χρυσόπλεκτη το χρυσόπλεκτο
     κλητική χρυσόπλεκτε χρυσόπλεκτη χρυσόπλεκτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρυσόπλεκτοι οι χρυσόπλεκτες τα χρυσόπλεκτα
      γενική των χρυσόπλεκτων των χρυσόπλεκτων των χρυσόπλεκτων
    αιτιατική τους χρυσόπλεκτους τις χρυσόπλεκτες τα χρυσόπλεκτα
     κλητική χρυσόπλεκτοι χρυσόπλεκτες χρυσόπλεκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρυσόπλεκτος < χρυσό- + πλεκτός

χρυσόπλεκτος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • χρυσόπλεκτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)