χρυσόζωνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαχρυσόζωνος -ος, -η, -ο
- αυτός που φορά / έχει χρυσή ζώνη
- ὅταν ἡ αὐγὴ χρυσόζωνος τὴν χαιρετάῃ (Εις Σάμον, Ανδρέας Κάλβος)
- καί καποτ' αναδύει ιχθύς χρυσόζωνος υγράν καταλιπών κοιτίδα (Αριστομένης Προβελέγγιος, Αδάμ και Εύα: Ποίημα επικόν)
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρυσόζωνος
|