↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρυσόζωνος η χρυσόζωνη το χρυσόζωνο
      γενική του χρυσόζωνου της χρυσόζωνης του χρυσόζωνου
    αιτιατική τον χρυσόζωνο τη χρυσόζωνη το χρυσόζωνο
     κλητική χρυσόζωνε χρυσόζωνη χρυσόζωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρυσόζωνοι οι χρυσόζωνες τα χρυσόζωνα
      γενική των χρυσόζωνων των χρυσόζωνων των χρυσόζωνων
    αιτιατική τους χρυσόζωνους τις χρυσόζωνες τα χρυσόζωνα
     κλητική χρυσόζωνοι χρυσόζωνες χρυσόζωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρυσόζωνος < χρυσός + ζώνη

  Επίθετο

επεξεργασία

χρυσόζωνος -ος, -η, -ο

  1. αυτός που φορά / έχει χρυσή ζώνη
    ὅταν ἡ αὐγὴ χρυσόζωνος τὴν χαιρετάῃ (Εις Σάμον, Ανδρέας Κάλβος)
    καί καποτ' αναδύει ιχθύς χρυσόζωνος υγράν καταλιπών κοιτίδα (Αριστομένης Προβελέγγιος, Αδάμ και Εύα: Ποίημα επικόν)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία