Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρονομηχανή οι χρονομηχανές
      γενική της χρονομηχανής των χρονομηχανών
    αιτιατική τη χρονομηχανή τις χρονομηχανές
     κλητική χρονομηχανή χρονομηχανές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρονομηχανή < χρονο- + -μηχανή, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική time machine

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xɾo.no.mi.xaˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρο‐νο‐μη‐χα‐νή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρονομηχανή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία