Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρηστικότητα οι χρηστικότητες
      γενική της χρηστικότητας των χρηστικοτήτων
    αιτιατική τη χρηστικότητα τις χρηστικότητες
     κλητική χρηστικότητα χρηστικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρηστικότητα < (καθαρεύουσα) χρηστικότης < χρηστικός + -ότης < αρχαία ελληνική χρηστικός < χρήστης < χρήομαι / χρῶμαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρηστικότητα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία