Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χρηστικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
χρηστικότητ
α
οι
χρηστικότητ
ες
γενική
της
χρηστικότητ
ας
των
χρηστικοτήτ
ων
αιτιατική
τη
χρηστικότητ
α
τις
χρηστικότητ
ες
κλητική
χρηστικότητ
α
χρηστικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
χρηστικότητα
< (
καθαρεύουσα
) χρηστικότης <
χρηστικός
+
-ότης
<
αρχαία ελληνική
χρηστικός
<
χρήστης
<
χρήομαι
/
χρῶμαι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χρηστικότητα
θηλυκό
το να είναι κάτι
χρηστικό
κι
εύκολο
στη
χρήση
, η
ιδιότητα
του
χρηστικού
Συνώνυμα
επεξεργασία
ευχρηστία
λειτουργικότητα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
χρηστικός
και
χρήση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χρηστικότητα
αγγλικά
:
usability
(en)