Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρηματοπιστωτικός η χρηματοπιστωτική το χρηματοπιστωτικό
      γενική του χρηματοπιστωτικού της χρηματοπιστωτικής του χρηματοπιστωτικού
    αιτιατική τον χρηματοπιστωτικό τη χρηματοπιστωτική το χρηματοπιστωτικό
     κλητική χρηματοπιστωτικέ χρηματοπιστωτική χρηματοπιστωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρηματοπιστωτικοί οι χρηματοπιστωτικές τα χρηματοπιστωτικά
      γενική των χρηματοπιστωτικών των χρηματοπιστωτικών των χρηματοπιστωτικών
    αιτιατική τους χρηματοπιστωτικούς τις χρηματοπιστωτικές τα χρηματοπιστωτικά
     κλητική χρηματοπιστωτικοί χρηματοπιστωτικές χρηματοπιστωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρηματοπιστωτικός < χρήμα + πιστωτικός

  Επίθετο επεξεργασία

χρηματοπιστωτικός, -ή, -ό

  • που αναφέρεται στη μεταφορά χρήματος από επενδυτές και αποταμιευτές προς δανειζομένους, πολύ συχνά με τη μεσολάβηση οργανισμών όπως είναι οι τράπεζες

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία