↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χοχλάκιασμα τα χοχλακιάσματα
      γενική του χοχλακιάσματος των χοχλακιασμάτων
    αιτιατική το χοχλάκιασμα τα χοχλακιάσματα
     κλητική χοχλάκιασμα χοχλακιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χοχλάκιασμα < χοχλακιάζω, χοχλάκιασα χοχλακιασ- + -μα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xoˈxlaˈca.zma/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χοχλάκιασμα ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία