Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χοχλακιάζω < χοχλακ(ίζω) + -ιάζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xo.xlaˈca.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

χοχλακιάζω, αόρ.: χοχλάκιασα (χωρίς παθητική φωνή)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)