χοχλακίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χοχλακίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χοχλακίζω < κοχλακίζω[1] με [k], [x] > [x], [x] (υποχωρητική αφομοίωση). Δείτε και χοχλάζω.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xo.xlaˈci.zo/
Ρήμα
επεξεργασίαχοχλακίζω, αόρ.: χοχλάκισα (χωρίς παθητική φωνή)
- άλλη μορφή του κοχλακίζω, κοχλάζω βράζω, βράζω έντονα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- κοχλάκισμα, χοχλάκισμα, χοχλάκιασμα[2]
- χοχλάζω
- → και δείτε τη λέξη κοχλάζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χοχλακίζω | χοχλάκιζα | θα χοχλακίζω | να χοχλακίζω | χοχλακίζοντας | |
β' ενικ. | χοχλακίζεις | χοχλάκιζες | θα χοχλακίζεις | να χοχλακίζεις | χοχλάκιζε | |
γ' ενικ. | χοχλακίζει | χοχλάκιζε | θα χοχλακίζει | να χοχλακίζει | ||
α' πληθ. | χοχλακίζουμε | χοχλακίζαμε | θα χοχλακίζουμε | να χοχλακίζουμε | ||
β' πληθ. | χοχλακίζετε | χοχλακίζατε | θα χοχλακίζετε | να χοχλακίζετε | χοχλακίζετε | |
γ' πληθ. | χοχλακίζουν(ε) | χοχλάκιζαν χοχλακίζαν(ε) |
θα χοχλακίζουν(ε) | να χοχλακίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χοχλάκισα | θα χοχλακίσω | να χοχλακίσω | χοχλακίσει | ||
β' ενικ. | χοχλάκισες | θα χοχλακίσεις | να χοχλακίσεις | χοχλάκισε | ||
γ' ενικ. | χοχλάκισε | θα χοχλακίσει | να χοχλακίσει | |||
α' πληθ. | χοχλακίσαμε | θα χοχλακίσουμε | να χοχλακίσουμε | |||
β' πληθ. | χοχλακίσατε | θα χοχλακίσετε | να χοχλακίσετε | χοχλακίστε | ||
γ' πληθ. | χοχλάκισαν χοχλακίσαν(ε) |
θα χοχλακίσουν(ε) | να χοχλακίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χοχλακίσει | είχα χοχλακίσει | θα έχω χοχλακίσει | να έχω χοχλακίσει | ||
β' ενικ. | έχεις χοχλακίσει | είχες χοχλακίσει | θα έχεις χοχλακίσει | να έχεις χοχλακίσει | ||
γ' ενικ. | έχει χοχλακίσει | είχε χοχλακίσει | θα έχει χοχλακίσει | να έχει χοχλακίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χοχλακίσει | είχαμε χοχλακίσει | θα έχουμε χοχλακίσει | να έχουμε χοχλακίσει | ||
β' πληθ. | έχετε χοχλακίσει | είχατε χοχλακίσει | θα έχετε χοχλακίσει | να έχετε χοχλακίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χοχλακίσει | είχαν χοχλακίσει | θα έχουν χοχλακίσει | να έχουν χοχλακίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία χοχλακίζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)