Ετυμολογία

επεξεργασία
χοχλακίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χοχλακίζω < κοχλακίζω[1] με [k], [x] > [x], [x] (υποχωρητική αφομοίωση). Δείτε και χοχλάζω.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xo.xlaˈci.zo/

χοχλακίζω, αόρ.: χοχλάκισα (χωρίς παθητική φωνή)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)