Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χοχλάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χοχλάζω < ελληνιστική κοινή κοχλάζω με [k], [x] > [x] [x] (υποχωρητική αφομοίωση) < αρχαία ελληνική καχλάζω[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xoˈxla.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

χοχλάζω, αόρ.: χόχλασα (χωρίς παθητική φωνή)

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία