χοχλάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χοχλάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χοχλάζω < ελληνιστική κοινή κοχλάζω με [k], [x] > [x] [x] (υποχωρητική αφομοίωση) < αρχαία ελληνική καχλάζω[1]
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαχοχλάζω, αόρ.: χόχλασα (χωρίς παθητική φωνή)
- άλλη μορφή του κοχλάζω
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χοχλάζω | χόχλαζα | θα χοχλάζω | να χοχλάζω | χοχλάζοντας | |
β' ενικ. | χοχλάζεις | χόχλαζες | θα χοχλάζεις | να χοχλάζεις | χόχλαζε | |
γ' ενικ. | χοχλάζει | χόχλαζε | θα χοχλάζει | να χοχλάζει | ||
α' πληθ. | χοχλάζουμε | χοχλάζαμε | θα χοχλάζουμε | να χοχλάζουμε | ||
β' πληθ. | χοχλάζετε | χοχλάζατε | θα χοχλάζετε | να χοχλάζετε | χοχλάζετε | |
γ' πληθ. | χοχλάζουν(ε) | χόχλαζαν χοχλάζαν(ε) |
θα χοχλάζουν(ε) | να χοχλάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χόχλασα | θα χοχλάσω | να χοχλάσω | χοχλάσει | ||
β' ενικ. | χόχλασες | θα χοχλάσεις | να χοχλάσεις | χόχλασε | ||
γ' ενικ. | χόχλασε | θα χοχλάσει | να χοχλάσει | |||
α' πληθ. | χοχλάσαμε | θα χοχλάσουμε | να χοχλάσουμε | |||
β' πληθ. | χοχλάσατε | θα χοχλάσετε | να χοχλάσετε | χοχλάστε | ||
γ' πληθ. | χόχλασαν χοχλάσαν(ε) |
θα χοχλάσουν(ε) | να χοχλάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χοχλάσει | είχα χοχλάσει | θα έχω χοχλάσει | να έχω χοχλάσει | ||
β' ενικ. | έχεις χοχλάσει | είχες χοχλάσει | θα έχεις χοχλάσει | να έχεις χοχλάσει | ||
γ' ενικ. | έχει χοχλάσει | είχε χοχλάσει | θα έχει χοχλάσει | να έχει χοχλάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χοχλάσει | είχαμε χοχλάσει | θα έχουμε χοχλάσει | να έχουμε χοχλάσει | ||
β' πληθ. | έχετε χοχλάσει | είχατε χοχλάσει | θα έχετε χοχλάσει | να έχετε χοχλάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χοχλάσει | είχαν χοχλάσει | θα έχουν χοχλάσει | να έχουν χοχλάσει |
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χοχλάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας