Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χοντροπόδαρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χοντροπόδαρ
ος
η
χοντροπόδαρ
η
το
χοντροπόδαρ
ο
γενική
του
χοντροπόδαρ
ου
της
χοντροπόδαρ
ης
του
χοντροπόδαρ
ου
αιτιατική
τον
χοντροπόδαρ
ο
τη
χοντροπόδαρ
η
το
χοντροπόδαρ
ο
κλητική
χοντροπόδαρ
ε
χοντροπόδαρ
η
χοντροπόδαρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χοντροπόδαρ
οι
οι
χοντροπόδαρ
ες
τα
χοντροπόδαρ
α
γενική
των
χοντροπόδαρ
ων
των
χοντροπόδαρ
ων
των
χοντροπόδαρ
ων
αιτιατική
τους
χοντροπόδαρ
ους
τις
χοντροπόδαρ
ες
τα
χοντροπόδαρ
α
κλητική
χοντροπόδαρ
οι
χοντροπόδαρ
ες
χοντροπόδαρ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
χοντροπόδαρος
<
χοντρ(ός)
+
-ο-
+
-πόδαρος
Επίθετο
επεξεργασία
χοντροπόδαρος, -η, -ο
που έχει
χοντρά
πόδια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χοντροπόδαρος