χολαιμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χολαιμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cholémie
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχολαιμία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- χολαιμικός
- → και δείτε τις λέξεις χολή και αίμα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)