Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χοίνικας οι χοίνικες
      γενική του χοίνικα των χοινίκων
    αιτιατική τον χοίνικα τους χοίνικες
     κλητική χοίνικα χοίνικες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χοίνικας < αρχαία ελληνική < η χοῖνιξ-ικος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χοίνικας αρσενικό

  1. το σιτηρέσιο ενός στρατιώτη ή δούλου, δηλαδή η ημερήσια μερίδα που του αναλογούσε
  2. μέτρο χωρητικότητας στην αρχαία Ελλάδα για ξηρά είδη (π.χ. για σιτάρι) ίσο περίπου με 0,67 του λίτρου -ίσο με το 1/48ο του μέδιμνου που αντιστοιχούσε σε 80 λίτρα ή ίσος με 4 έως 6 κοτύλες

  Μεταφράσεις επεξεργασία