χλωρεξιδίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χλωρεξιδίνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχλωρεξιδίνη θηλυκό
- (φαρμακευτική, χημεία) χημική ουσία που χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χλωρεξιδίνη
Πηγές
επεξεργασία- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.