χλοοκοπτική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χλοοκοπτική < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χλοοκοπτικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
χλοοκοπτική θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χλοοκοπτική
|
χλοοκοπτική θηλυκό
|