↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χιονοκρύσταλλος οι χιονοκρύσταλλοι
      γενική του χιονοκρυστάλλου
χιονοκρύσταλλου
των χιονοκρυστάλλων
    αιτιατική τον χιονοκρύσταλλο τους χιονοκρυστάλλους
     κλητική χιονοκρύσταλλε χιονοκρύσταλλοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χιονοκρύσταλλος < χιονο- + κρύσταλλος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ço.noˈkɾi.sta.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χιο‐νο‐κρύ‐σταλ‐λος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χιονοκρύσταλλος αρσενικό

  • (μετεωρολογία) ο κρύσταλλος της χιονονιφάδας
    ※  Καθώς το βάρος ενός τέτοιου κρυστάλλου είναι απειροελάχιστο, ο χιονοκρύσταλλος μπορεί να κάνει ώρες ολόκληρες να προσγειωθεί. Τότε αρχίζει να παίζει με το φως του ήλιου και στη σύντομη ζωή του θα μας χαρίσει τα υπέροχα σχήματά του, σαν θεία ευλογία από τον ουρανό.
    Δ. Χ., Ιερογλυφικά του ουρανού, Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
χιονοκρύσταλλος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

χιονοκρύσταλλος

  • (για νερό) που είναι κρύος σαν το χιόνι και κρυστάλλινος
    ※  13ος/14ος αιώνας, Βέλθανδρος και Χρυσάντζα, ανωνύμου, στίχ. 296 (295-298)
    Καὶ τότε βρύσην ηὕρηκεν παράξενον ὁκάτι·
    ψυχρόν, χιονοκρύσταλλον ὕδωρ εἶχεν ἡ βρύση.
    Φράσαι κἂν ὅλως ἀπορῶ τὴν καλλονὴν τὴν τόση,
    ἣν εἶχεν ὑπεράπειρον ἡ τῶν Ἐρώτων βρύση.

Συγγενικά

επεξεργασία