Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χιονονιφάδα οι χιονονιφάδες
      γενική της χιονονιφάδας των χιονονιφάδων
    αιτιατική τη χιονονιφάδα τις χιονονιφάδες
     κλητική χιονονιφάδα χιονονιφάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χιονονιφάδα < χιονο- + νιφάδα. (μαρτυρείται από το 1895) χιονονιφάς[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ço.no.niˈfa.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χιο‐νο‐νι‐φά‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Χιονονιφάδες που φωτογράφισε ο Γουίλσον Μπέντλεϊ το 1902

χιονονιφάδα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)