Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χιονοβολία οι χιονοβολίες
      γενική της χιονοβολίας των χιονοβολιών
    αιτιατική τη χιονοβολία τις χιονοβολίες
     κλητική χιονοβολία χιονοβολίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χιονοβολία < χιόν(ι) + -ο- + βολή + -ία. (μαρτυρείται από το 1812)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ço.no.voˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χιο‐νο‐βο‐λί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χιονοβολία θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «χιονοβολή», Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)