χιλιόφωνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
χιλιόφωνος, -η, -ο
- αυτός που περιλαμβάνει χίλιες φωνές
- αυτός που μιλάει ή ακούγεται σαν χίλιες φωνές
- (συνεκδοχικά) αυτός που μιλάει με ανταριασμένη φωνή
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χιλιόφωνος
|