χερομάχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /çe.ɾoˈma.xos/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχερομάχος αρσενικό
- (σπάνιο) (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του χειρομάχος, αυτός που ζει από την εργασία των χεριών
Μεταφράσεις
επεξεργασία χερομάχος
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)