↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χερομάχος οι χερομάχοι
      γενική του χερομάχου των χερομάχων
    αιτιατική τον χερομάχο τους χερομάχους
     κλητική χερομάχε χερομάχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χερομάχος < (χείρ) χερο- + -μάχος (μάχη)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /çe.ɾoˈma.xos/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χερομάχος αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)