χελωνοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χελωνοειδής | η | χελωνοειδής | το | χελωνοειδές |
γενική | του | χελωνοειδούς* | της | χελωνοειδούς | του | χελωνοειδούς |
αιτιατική | τον | χελωνοειδή | τη | χελωνοειδή | το | χελωνοειδές |
κλητική | χελωνοειδή(ς) | χελωνοειδής | χελωνοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χελωνοειδείς | οι | χελωνοειδείς | τα | χελωνοειδή |
γενική | των | χελωνοειδών | των | χελωνοειδών | των | χελωνοειδών |
αιτιατική | τους | χελωνοειδείς | τις | χελωνοειδείς | τα | χελωνοειδή |
κλητική | χελωνοειδείς | χελωνοειδείς | χελωνοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χελωνοειδής < αρχαία ελληνική χελωνοειδής, -ής, -ές (σαν χελώνη στο χρώμα και κυρίως στο όστρακο, ή σαν λύρα)
Επίθετο
επεξεργασίαχελωνοειδής
- όμοιος με χελώνα ως προς το σχήμα ή την αργή κίνηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία χελωνοειδής
|