Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαϊδούλης οι χαϊδούληδες
      γενική του χαϊδούλη των χαϊδούληδων
    αιτιατική τον χαϊδούλη τους χαϊδούληδες
     κλητική χαϊδούλη χαϊδούληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαϊδούλης < χάιδ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xai̯ˈðu.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαϊ‐δού‐λης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαϊδούλης αρσενικό

  1. ο χαδιάρης, που του αρέσουν τα χάδια
  2. ο παραχαϊδεμένος, ο χαϊδεμένος ιδιαίτερα, ο καλομαθημένος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία