Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χαϊδοκώλης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
χαϊδοκώλ
ης
οι
χαϊδοκώλ
ηδες
γενική
του
χαϊδοκώλ
η
των
χαϊδοκώλ
ηδων
αιτιατική
τον
χαϊδοκώλ
η
τους
χαϊδοκώλ
ηδες
κλητική
χαϊδοκώλ
η
χαϊδοκώλ
ηδες
Κατηγορία
όπως «
μανάβης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
χαϊδοκώλης
<
χαϊδεύω
+
-ο-
+
κώλος
+
-ης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χαϊδοκώλης
αρσενικό
(
αργκό
) ο
ομοφυλόφιλος
(
άνδρας
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χαϊδοκώλης
→
δείτε
τη λέξη
ομοφυλόφιλος