↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαχόλικος η χαχόλικη το χαχόλικο
      γενική του χαχόλικου της χαχόλικης του χαχόλικου
    αιτιατική τον χαχόλικο τη χαχόλικη το χαχόλικο
     κλητική χαχόλικε χαχόλικη χαχόλικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαχόλικοι οι χαχόλικες τα χαχόλικα
      γενική των χαχόλικων των χαχόλικων των χαχόλικων
    αιτιατική τους χαχόλικους τις χαχόλικες τα χαχόλικα
     κλητική χαχόλικοι χαχόλικες χαχόλικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαχόλικος < χαχόλος

  Επίθετο

επεξεργασία

χαχόλικος

  • πολύ φαρδύς, υπερβολικά άνετος (για ρούχο που δεν είναι στα μέτρα εκείνου που το φοράει)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία