Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χαχόλικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χαχόλικ
ος
η
χαχόλικ
η
το
χαχόλικ
ο
γενική
του
χαχόλικ
ου
της
χαχόλικ
ης
του
χαχόλικ
ου
αιτιατική
τον
χαχόλικ
ο
τη
χαχόλικ
η
το
χαχόλικ
ο
κλητική
χαχόλικ
ε
χαχόλικ
η
χαχόλικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χαχόλικ
οι
οι
χαχόλικ
ες
τα
χαχόλικ
α
γενική
των
χαχόλικ
ων
των
χαχόλικ
ων
των
χαχόλικ
ων
αιτιατική
τους
χαχόλικ
ους
τις
χαχόλικ
ες
τα
χαχόλικ
α
κλητική
χαχόλικ
οι
χαχόλικ
ες
χαχόλικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
χαχόλικος
<
χαχόλος
Επίθετο
επεξεργασία
χαχόλικος
πολύ
φαρδύς
, υπερβολικά άνετος (για ρούχο που δεν είναι στα μέτρα εκείνου που το φοράει)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χαχόλικος
αγγλικά
:
loose-fitting
(en)
,
baggy
(en)
,
sloppy
(en)