χασικλίδικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χασικλίδικος < χασικλής
Επίθετο
επεξεργασίαχασικλίδικος
- σχετικός με τις συνήθειες ή τα σύνεργα ενός ατόμου που κάνει συστηματική χρήση χασίς
- απαγορευμένα ρεμπέτικα-χασικλίδικα
Μεταφράσεις
επεξεργασία χασικλίδικος
|