ρεμπέτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαρεμπέτικος, -η, -ο
- σχετικός με το είδος του ελληνικού αστικού λαϊκού τραγουδιού που έχει ως κύριο όργανο το μπουζούκι και απηχεί επιρροές από τη βυζαντινή, τη δυτική και την ανατολίτικη μουσική
- ρεμπέτικο τραγούδι, ρεμπέτικη κομπανία, ρεμπέτικη βραδιά
- σχετικός με τους ρεμπέτες και τη ζωή τους
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρεμπέτικος
|