χαρτώος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χαρτώος | η | χαρτώα | το | χαρτώο |
γενική | του | χαρτώου | της | χαρτώας | του | χαρτώου |
αιτιατική | τον | χαρτώο | τη | χαρτώα | το | χαρτώο |
κλητική | χαρτώε | χαρτώα | χαρτώο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χαρτώοι | οι | χαρτώες | τα | χαρτώα |
γενική | των | χαρτώων | των | χαρτώων | των | χαρτώων |
αιτιατική | τους | χαρτώους | τις | χαρτώες | τα | χαρτώα |
κλητική | χαρτώοι | χαρτώες | χαρτώα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαρτώος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
χαρτώος, -α, -ο
- χάρτινος
- ※ χαρτώου υλικού
Μεταφράσεις επεξεργασία
χαρτώος
|