χαρτοπολτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχαρτοπολτός αρσενικό
- πολτός από διάφορες φυτικές ύλες ο οποίος χρησιμοποιείται για την παρασκευή χαρτιού αλλά και ο πολτός που σχηματίζεται από ήδη χρησιμοποιημένο χαρτί στην ανακύκλωση για νέα επεξεργασία και διάθεση στην αγορά πάλι ως χαρτί
- υλικό από πεπιεσμένο χαρτί που χρησιμοποιείται σε διάφορες χειροτεχνίες και μικροκατασκευές
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χαρτοπολτός