χαρτοκόπτης
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
- (λέξη βαρύτερης προφοράς) χαρτοκόφτης
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χαρτοκόπτης αρσενικό
- αξεσουάρ γραφικής ύλης για να κόβονται (κυρίως παλιότερα) οι σελίδες των καινούργιων βιβλίων, όργανο σαν μαχαιράκι που όμως η κόψη του δεν είναι τόσο κοφτερή ώστε να τραυματίζει.
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χαρτοκόπτης