χαρτοκόπτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαρτοκόπτης αρσενικό
- αξεσουάρ γραφικής ύλης για να κόβονται (κυρίως παλιότερα) οι σελίδες των καινούργιων βιβλίων, όργανο σαν μαχαιράκι που όμως η κόψη του δεν είναι τόσο κοφτερή ώστε να τραυματίζει
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χαρτοκόπτης
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 1103, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου