Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαμηλόμισθος η χαμηλόμισθη το χαμηλόμισθο
      γενική του χαμηλόμισθου της χαμηλόμισθης του χαμηλόμισθου
    αιτιατική τον χαμηλόμισθο τη χαμηλόμισθη το χαμηλόμισθο
     κλητική χαμηλόμισθε χαμηλόμισθη χαμηλόμισθο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαμηλόμισθοι οι χαμηλόμισθες τα χαμηλόμισθα
      γενική των χαμηλόμισθων των χαμηλόμισθων των χαμηλόμισθων
    αιτιατική τους χαμηλόμισθους τις χαμηλόμισθες τα χαμηλόμισθα
     κλητική χαμηλόμισθοι χαμηλόμισθες χαμηλόμισθα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαμηλόμισθος < χαμηλό- + μισθ(ός) + -ος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xa.miˈlo.mi.sθos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐μη‐λό‐μι‐σθος

  Επίθετο επεξεργασία

χαμηλόμισθος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία