χαλαρωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαλαρωτικός < χαλαρώνω
Επίθετο επεξεργασία
χαλαρωτικός
- που χαλαρώνει έναν άνθρωπο, τον ηρεμεί και τον ξεκουράζει
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χαλαρωτικός
|
χαλαρωτικός
|