Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαλαζόπτωση οι χαλαζοπτώσεις
      γενική της χαλαζόπτωσης* των χαλαζοπτώσεων
    αιτιατική τη χαλαζόπτωση τις χαλαζοπτώσεις
     κλητική χαλαζόπτωση χαλαζοπτώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χαλαζοπτώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλαζόπτωση < χαλάζ(ι) + -ο- + πτώση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xa.laˈzo.pto.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐λα‐ζό‐πτω‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαλαζόπτωση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία