χαβιαροσαλάτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαβιαροσαλάτα | οι | χαβιαροσαλάτες |
γενική | της | χαβιαροσαλάτας | — | |
αιτιατική | τη | χαβιαροσαλάτα | τις | χαβιαροσαλάτες |
κλητική | χαβιαροσαλάτα | χαβιαροσαλάτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχαβιαροσαλάτα θηλυκό
- για να μη στοιχίζει πολύ το χαβιάρι ως συνοδευτικό, αναμιγνύεται με ψωμί σε αναλογία περίπου 3 προς 2
- Η χαβιαροσαλάτα θέλει να μουσκέψεις λίγο 15 δράμια ψίχα και 25 δράμια χαβιάρι και μετά να βάζεις μία λίγο λαδάκι και μια λίγο λεμονάκι και να ανακατεύεις -όλο μαζί το λάδι 50-100 δράμια και το λεμόνι, μισό ή ένα στυμμένο, ανάλογα πόσο στυφό το θέλει κανείς. Και παραπάνω ψωμί να βάλεις, δεν πειράζει, αρκεί να μην το τρατάρεις σε Ρώσο (πολίτικη συνταγή)
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαβιαροσαλάτα