↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χήμωση οι χημώσεις
      γενική της χήμωσης* των χημώσεων
    αιτιατική τη χήμωση τις χημώσεις
     κλητική χήμωση χημώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χημώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χήμωση < ελληνιστική κοινή χήμωσις[1] < αρχαία ελληνική χήμη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χήμωση θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Chemosis στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. χήμωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  • χήμωση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)