χήμωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χήμωση | οι | χημώσεις |
γενική | της | χήμωσης* | των | χημώσεων |
αιτιατική | τη | χήμωση | τις | χημώσεις |
κλητική | χήμωση | χημώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χημώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χήμωση < ελληνιστική κοινή χήμωσις[1] < αρχαία ελληνική χήμη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχήμωση θηλυκό
- (ιατρική) η διόγκωση του επιπεφυκότα (δηλαδή του λεπτού ιστού που καλύπτει το λευκό μέρος του ματιού και την εσωτερική πλευρά των βλεφάρων) η οποία οφείλεται συνήθως σε φλεγμονή ή αλλεργική αντίδραση, με αποτέλεσμα ο επιπεφυκότας να φαίνεται πρησμένος και να προεξέχει από την επιφάνεια του ματιού
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Chemosis στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ χήμωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές
επεξεργασία- χήμωση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)