επιπεφυκότας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιπεφυκότας < επιπεφυκώς
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιπεφυκότας αρσενικό
- (ανατομία, οφθαλμολογία) άλλη μορφή του επιπεφυκώς
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιπεφυκότας
|
επιπεφυκότας αρσενικό
|