Δείτε επίσης: χαλαρό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χάλαρο τα χάλαρα
      γενική του χάλαρου των χάλαρων
    αιτιατική το χάλαρο τα χάλαρα
     κλητική χάλαρο χάλαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
χάλαρο < άγνωστης ετυμολογίας (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

χάλαρο ουδέτερο (δημοτική)

  1. χάλασμα, ερείπιο
  2. (στον πληθυντικό)  δείτε τη λέξη χάλαρα
    1. πετρώδεις τόποι, γκρεμός)
        με τα λογής τα μάρμαρα τα μυριοπλουσμένα, φερτά από τη Προκοπόνησο κι από τη Βιθυνία, τα χάλαρα της Κάρυστος, τα παριανά λιθάρια. Κι εγώ ο Πορφυρογέννητος, τρανότερος απ΄ όλους.
    Κωστής Παλαμάς, Η φλογέρα του Βασιλιά «Λόγος Πρώτος 100, 5-8»
    1. μεγάλα χαλίκια που αποβράζει η θάλλασα
        Μονάχα ἡ πρύμη του καὶ κείνη ξεσκλισμένη, κρατιότανε σὲ δυὸ χάλαρα. Καὶ γύρωθέ της πικρὴ νεκροπομπὴ ἄλλα ξύλα σκορπισμένα, κουπιὰ καὶ ἄρμενα
      Ανδρέας Καρκαβίτσας, Λόγια της Πλώρης «Ναυάγια»

Μεταφράσεις

επεξεργασία