Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

 
Φόλλις του αυτοκράτορα Μαυρικίου

  Ετυμολογία επεξεργασία

φόλλις < ελληνιστική κοινή φόλλις < λατινική follis (φυσερό)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φόλλις αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φόλλῐς οἱ φόλλεις
      γενική τοῦ φόλλεως τῶν φόλλεων
      δοτική τῷ φόλλει τοῖς φόλλεσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν φόλλῐν τοὺς φόλλεις
     κλητική ! φόλλῐ φόλλεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φόλλει
γεν-δοτ τοῖν  φολλέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φόλλις < (άμεσο δάνειο) λατινική follis (φυσερό)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φόλλις αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία