↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φωτοαλλεργικός η φωτοαλλεργική το φωτοαλλεργικό
      γενική του φωτοαλλεργικού της φωτοαλλεργικής του φωτοαλλεργικού
    αιτιατική τον φωτοαλλεργικό τη φωτοαλλεργική το φωτοαλλεργικό
     κλητική φωτοαλλεργικέ φωτοαλλεργική φωτοαλλεργικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φωτοαλλεργικοί οι φωτοαλλεργικές τα φωτοαλλεργικά
      γενική των φωτοαλλεργικών των φωτοαλλεργικών των φωτοαλλεργικών
    αιτιατική τους φωτοαλλεργικούς τις φωτοαλλεργικές τα φωτοαλλεργικά
     κλητική φωτοαλλεργικοί φωτοαλλεργικές φωτοαλλεργικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φωτοαλλεργικός < φωτοαλλεργ(ία) + -ικός.(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) Μορφολογικά αναλύεται σε φωτο- + αλλεργικός

  Επίθετο

επεξεργασία

φωτοαλλεργικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία