Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυτολογικός η φυτολογική το φυτολογικό
      γενική του φυτολογικού της φυτολογικής του φυτολογικού
    αιτιατική τον φυτολογικό τη φυτολογική το φυτολογικό
     κλητική φυτολογικέ φυτολογική φυτολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυτολογικοί οι φυτολογικές τα φυτολογικά
      γενική των φυτολογικών των φυτολογικών των φυτολογικών
    αιτιατική τους φυτολογικούς τις φυτολογικές τα φυτολογικά
     κλητική φυτολογικοί φυτολογικές φυτολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυτολογικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

φυτολογικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία