phytologique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fi.tɔ.lɔ.ʒik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
phytologique | phytologiques |
phytologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
phytologique | phytologiques |
phytologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό