φυρονεριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φυρονεριά | οι | φυρονεριές |
γενική | της | φυρονεριάς | των | φυρονεριών |
αιτιατική | τη | φυρονεριά | τις | φυρονεριές |
κλητική | φυρονεριά | φυρονεριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φυρονεριά θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
φυρονεριά
|
Πηγές επεξεργασία
- φυρονεριά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας