Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φουσκονεριά οι φουσκονεριές
      γενική της φουσκονεριάς των φουσκονεριών
    αιτιατική τη φουσκονεριά τις φουσκονεριές
     κλητική φουσκονεριά φουσκονεριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φουσκονεριά < φουσκώνω + νεριά< νερό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φουσκονεριά θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία