↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φτωχοπερήφανος η φτωχοπερήφανη το φτωχοπερήφανο
      γενική του φτωχοπερήφανου της φτωχοπερήφανης του φτωχοπερήφανου
    αιτιατική τον φτωχοπερήφανο τη φτωχοπερήφανη το φτωχοπερήφανο
     κλητική φτωχοπερήφανε φτωχοπερήφανη φτωχοπερήφανο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φτωχοπερήφανοι οι φτωχοπερήφανες τα φτωχοπερήφανα
      γενική των φτωχοπερήφανων των φτωχοπερήφανων των φτωχοπερήφανων
    αιτιατική τους φτωχοπερήφανους τις φτωχοπερήφανες τα φτωχοπερήφανα
     κλητική φτωχοπερήφανοι φτωχοπερήφανες φτωχοπερήφανα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φτωχοπερήφανος < φτωχο- + περήφανος

  Επίθετο

επεξεργασία

φτωχοπερήφανος, η, ο

  1. ψωροπερήφανος, ο ανάρμοστα περήφανος αφού κοινωνικά η υπερηφάνεια προϋποθέτει συνήθως δυνατότητες κυρίως οικονομικές
  2. περήφανος παρότι φτωχός

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία