φτυαριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φτυαριά | οι | φτυαριές |
γενική | της | φτυαριάς | των | φτυαριών |
αιτιατική | τη | φτυαριά | τις | φτυαριές |
κλητική | φτυαριά | φτυαριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ftçaɾˈʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φτυα‐ριά
Ουσιαστικό επεξεργασία
φτυαριά θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη φτυάρι